χλαμυρίς

χλαμυρίς
Α
(κατά τον Ησύχ.) «πόα, ὁ κυρίως βρόμος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χλαμυρίς ανάγεται, κατά την πιθανότερη άποψη, στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghel- τής λ. χλόη* και έχει σχηματιστεί από μια μορφή θ. σε *-m- (πρβλ. και το ομόρριζο λιθουαν. želmuo «ρώμη, σφρίγος» [για φυτά]) και επίθημα -υρ-ίς (< κατάλ. -υρος, πρβλ. γλαφυρός). Στην ίδια μορφή ρίζας, αλλά με διαφορετικό φωνηεντισμό, ανάγεται και ο τ. τού Ησύχ. χλεμυράνo χλοανθοῦσαν, καθώς και ο τ. χλεμερόν
χλιαρόν, θερμόν, ο οποίος εμφανίζει διαφορετικό επίθημα -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός) και απέχει και σημασιολογικά (για τις μορφές τής ρίζας βλ. λ. χλόη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χλαβός — ή, όν, Α ευτραφής, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χλα βός μπορεί να συνδεθεί με τη λ. χλα μ υρίς (βλ. λ. χλαμυρίς, και χλόη) και έχει σχηματιστεί με το επίθημα βος, το οποίο απαντά σε τ. τού καθημερινού λεξιλογίου που αναφέρονται στη φυσική κατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • χλαμυρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «τρυφῶν, πολυτελής, χλαμυραί, τρυφῶσαι, γρυπῶσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό από τις λ. χλαβός* «ευτραφής» και χλαμυρίς* «πόα»] …   Dictionary of Greek

  • χλεμερός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «χλεμερόν χλιαρόν, θερμόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαμυρίς] …   Dictionary of Greek

  • χλεμυρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «χλεμυράν χλοανθοῡσαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαμυρίς] …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”