- χλαμυρίς
- Α(κατά τον Ησύχ.) «πόα, ὁ κυρίως βρόμος».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χλαμυρίς ανάγεται, κατά την πιθανότερη άποψη, στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghel- τής λ. χλόη* και έχει σχηματιστεί από μια μορφή θ. σε *-m- (πρβλ. και το ομόρριζο λιθουαν. želmuo «ρώμη, σφρίγος» [για φυτά]) και επίθημα -υρ-ίς (< κατάλ. -υρος, πρβλ. γλαφυρός). Στην ίδια μορφή ρίζας, αλλά με διαφορετικό φωνηεντισμό, ανάγεται και ο τ. τού Ησύχ. χλεμυράνo χλοανθοῦσαν, καθώς και ο τ. χλεμερόνχλιαρόν, θερμόν, ο οποίος εμφανίζει διαφορετικό επίθημα -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός) και απέχει και σημασιολογικά (για τις μορφές τής ρίζας βλ. λ. χλόη)].
Dictionary of Greek. 2013.